Πολλοί έχουν δώσει τον ορισμό του ανθρώπου, συνήθως σε αντίθεση με τον ορισμό των ζώων. Γι’ αυτό στους ορισμούς του ανθρώπου είναι συχνή η χρήση της φράσης«ο άνθρωπος είναι ένα ζώο…» και ένα επίθετο, ή «ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που…»και ακολουθεί το τι κάνει. «Ο άνθρωπος είναι ένα άρρωστο ζώο», είπε ο Ρουσό,και εν μέρει είναι αλήθεια. «Ο άνθρωπος είναι ένα έλλογο ζώο», λέει η Εκκλησία, και εν μέρει είναι αλήθεια. «Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που χρησιμοποιεί εργαλεία»,λέει ο Καρλάιλ, και εν μέρει είναι αλήθεια. Αλλά όλοι αυτοί οι ορισμοί, καθώς και άλλοι σαν αυτούς, είναι πάντα ατελείς και μονομερείς. Ο λόγος είναι πολύ απλός:δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τον άνθρωπο από τα ζώα, διότι δεν υπάρχει ασφαλές κριτήριο για να διακρίνει κανείς τον άνθρωπο από τα ζώα. Οι ανθρώπινες ζωές λαμβάνουν χώρα στην ίδια μυστική ασυνειδησία όπως ακριβώς και οι ζωές των ζώων. Οι ίδιοι εσώτατοι νόμοι που διέπουν έξωθεν τα ένστικτα των ζώων διέπουν, επίσης έξωθεν, την ευφυΐα του ανθρώπου, που φαίνεται να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένα ένστικτο εν τω γίγνεσθαι, ασυνείδητο όπως κάθε ένστικτο, λιγότερο τέλειο γιατί είναι ακόμα εν τω γίγνεσθαι…
…«Όλα προέρχονται από το άλογον», διαβάζουμε στην Ελληνική Ανθολογία. Και, πράγματι, όλα προέρχονται από το άλογον. Εκτός από τα μαθηματικά, που έχουν να κάνουν μόνο με αριθμούς νεκρούς και κενούς τύπους,και γι’ αυτό μπορεί να είναι απολύτως λογικά, η επιστήμη δεν είναι παρά παιχνίδι παιδιών το σούρουπο, σαν να θέλεις να πιάσεις τους ίσκιους των πουλιών και να σταματήσεις τις σκιές των χορταριών στον άνεμο.
Και είναι περίεργο και παράξενο συνάμα πως, ενώ δεν είναι εύκολο να βρεθούν λέξεις με τις οποίες μπορούμε πράγματι να ορίσουμε τον άνθρωπο διαφοροποιώντας τον από τα ζώα, είναι ωστόσο εύκολο να βρεθεί τρόπος για να διαφοροποιήσουμε τον ανώτερο άνθρωπο από το συνηθισμένο άνθρωπο.
Ποτέ δεν ξέχασα εκείνη τη φράση του Χέκελ, του γνωστού βιολόγου, που διάβασα στην παιδική ηλικία της ευφυΐας, εποχή που διαβάζει κανείς εκλαϊκευμένα επιστημονικά συγγράμματα και κριτικές ενάντια στη θρησκεία. Η φράση είναι αυτή ή περίπου αυτή: ο ανώτερος άνθρωπος (ο Καντ ή ο Γκαίτε, νομίζω πως λέει) βρίσκεται πολύ πιο μακριά από το συνηθισμένο άνθρωπο απ’ ότι ο συνηθισμένος άνθρωπος από τον πίθηκο. Ποτέ δεν ξέχασα αυτή τη φράση, γιατί είναι αληθινή. Ανάμεσα σ’ εμένα,που είμαι ασήμαντος στην ιεραρχία αυτών που στοχάζονται, κι έναν χωρικό από το Λόρες υπάρχει, ασφαλώς, μεγαλύτερη απόσταση απ’ ότι ανάμεσα σ’ αυτό τον χωρικό και, δεν λέω έναν πίθηκο, αλλά μια γάτα ή ένα σκύλο. Κανένας από μας, από τη γάτα ως εμένα, δεν ορίζει όντως τη ζωή που του έχει επιβληθεί, ή το πεπρωμένο που του έχει δοθεί. Όλοι απορρέουμε εξίσου από κάτι που αγνοώ, σκιές κινήσεων κάποιου άλλου, ενσαρκωμένες εντυπώσεις, συνέπειες που αισθάνονται. Αλλά ανάμεσα σ’ εμένα και τον χωρικό υπάρχει μια ποιοτική διαφορά, που προέρχεται από την ύπαρξη σ’ εμένα της αφηρημένης σκέψης και της ανιδιοτελούς συγκίνησης. Ενώ ανάμεσα σ’ αυτόν και τη γάτα δεν υπάρχει, στο πνεύμα, παρά μια διαφορά στη διαβάθμιση.
Ο ανώτερος άνθρωπος διαφέρει από τον κατώτερο άνθρωπο, και από τα αδέρφια του τα ζώα, χάρη στην ιδιότητα της ειρωνείας. Η ειρωνεία είναι η πρώτη ένδειξη ότι η συνείδηση απέκτησε συνείδηση του εαυτού της. Η ειρωνεία περνάει από δυο στάδια:το στάδιο που όρισε ο Σωκράτης λέγοντας «έν οίδα, ότι ουδέν οίδα» και το στάδιο που όρισε ο Σάνσες όταν λέει: «δεν ξέρω καν αν ξέρω τίποτα». Το πρώτο στάδιο φτάνει σ’ εκείνο το σημείο όπου αμφιβάλλουμε για μας με δογματικό τρόπο, και κάθε ανώτερος άνθρωπος φτάνει σ’ αυτό το στάδιο. Το δεύτερο στάδιο φτάνει σ’ εκείνο το σημείο όπου αμφιβάλλουμε για μας και την αμφιβολία μας, και λίγοι άνθρωποι το αγγίζουν στη σύντομη, ήδη μεγάλη, διάρκεια του χρόνου κατά την οποία, ως ανθρωπότητα, είδαμε τον ήλιο και τη νύχτα πάνω στη μεταβαλλόμενη επιφάνεια της γης.
Γνωρίζω τον εαυτό μου σημαίνει σφάλλω, και ο χρησμός που λέει «Γνώθι σαυτόν» προτείνει έναν άθλο μεγαλύτερο από αυτούς του Ηρακλή κι ένα αίνιγμα σκοτεινότερο από αυτό της Σφίγγας. Να μη γνωρίζεις τον εαυτό σου συνειδητά, ιδού η οδός. Και να μη γνωρίζεις τον εαυτό σου συνειδητά, αυτή είναι η ενεργητική λειτουργιά της ειρωνείας. Δεν γνωρίζω σημαντικότερο, ούτε χαρακτηριστικότερο στοιχείο του ανθρώπου που είναι πράγματι μεγάλος από την υπομονετική και εκφραστική ανάλυση των τρόπων προκειμένου να μη γνωρίζουμε τον εαυτό μας, τη συνειδητή καταγραφή της ασυνειδησίας των συνειδήσεών μας, τη μεταφυσική των αυτόνομων ίσκιων, την ποίηση του λυκόφωτος της διάψευσης.
Αλλά πάντα υπάρχει κάτι που μας πλανεύει, πάντα κάποια ανάλυσή μας χάνει την οξυδέρκειά της, πάντα η αλήθεια, ακόμα και ψευδής, βρίσκεται πέρα μακριά στο βάθος. Κι αυτό είναι που μας κουράζει περισσότερο κι από την ίδια τη ζωή,αν η ζωή μάς κουράζει, περισσότερο από τη γνώση και το στοχασμό γύρω από τη ζωή,που πάντα κουράζουν.
Σηκώνομαι από την καρέκλα απ’ όπου, ακουμπισμένος αφηρημένα στο τραπέζι,περνούσα την ώρα μου αφηγούμενος στον εαυτό μου αυτές της ασύνδετες εντυπώσεις.Σηκώνομαι, σηκώνω το σώμα μου μέσα στο ίδιο μου το σώμα και πηγαίνω ως το παράθυρο,ψηλά πάνω από τις στέγες, απ’ όπου μπορώ να δω την πόλη που ετοιμάζεται να κοιμηθεί ενώ πέφτει αργά η σιωπή. Το φεγγάρι, μεγάλο και κατάλευκο, φωτίζει θλιβερά τις ανισόπεδες εκτάσεις των στεγών. Το φως του μοιάζει να φωτίζει παγωμένα όλο το μυστήριο του κόσμου. Μοιάζει να φανερώνει τα πάντα, κι όλα είναι σκιές ανακατεμένες με φως κακό, ψεύτικα διαστήματα, ανισόπεδα παράλογα, ασυναρτησίες του ορατού. Δεν φυσάει αύρα καμιά, και το μυστήριο μοιάζει να είναι μεγαλύτερο. Έχω ναυτία στην αφηρημένη σκέψη μου. Ποτέ δεν θα γράψω μια σελίδα που να με φανερώνει ή να φανερώνει κάτι. Ένα σύννεφο πολύ ελαφρύ αιωρείται ακαθόριστο πάνω απ’ το φεγγάρι, σαν μια κρυψώνα. Αγνοώ όπως αυτές οι στέγες. Απέτυχα όπως ολόκληρη η φύση.
Το βιβλίο της ανησυχίας. Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάντο Πεσσόα)
Και είναι περίεργο και παράξενο συνάμα πως, ενώ δεν είναι εύκολο να βρεθούν λέξεις με τις οποίες μπορούμε πράγματι να ορίσουμε τον άνθρωπο διαφοροποιώντας τον από τα ζώα, είναι ωστόσο εύκολο να βρεθεί τρόπος για να διαφοροποιήσουμε τον ανώτερο άνθρωπο από το συνηθισμένο άνθρωπο.
Ποτέ δεν ξέχασα εκείνη τη φράση του Χέκελ, του γνωστού βιολόγου, που διάβασα στην παιδική ηλικία της ευφυΐας, εποχή που διαβάζει κανείς εκλαϊκευμένα επιστημονικά συγγράμματα και κριτικές ενάντια στη θρησκεία. Η φράση είναι αυτή ή περίπου αυτή: ο ανώτερος άνθρωπος (ο Καντ ή ο Γκαίτε, νομίζω πως λέει) βρίσκεται πολύ πιο μακριά από το συνηθισμένο άνθρωπο απ’ ότι ο συνηθισμένος άνθρωπος από τον πίθηκο. Ποτέ δεν ξέχασα αυτή τη φράση, γιατί είναι αληθινή. Ανάμεσα σ’ εμένα,που είμαι ασήμαντος στην ιεραρχία αυτών που στοχάζονται, κι έναν χωρικό από το Λόρες υπάρχει, ασφαλώς, μεγαλύτερη απόσταση απ’ ότι ανάμεσα σ’ αυτό τον χωρικό και, δεν λέω έναν πίθηκο, αλλά μια γάτα ή ένα σκύλο. Κανένας από μας, από τη γάτα ως εμένα, δεν ορίζει όντως τη ζωή που του έχει επιβληθεί, ή το πεπρωμένο που του έχει δοθεί. Όλοι απορρέουμε εξίσου από κάτι που αγνοώ, σκιές κινήσεων κάποιου άλλου, ενσαρκωμένες εντυπώσεις, συνέπειες που αισθάνονται. Αλλά ανάμεσα σ’ εμένα και τον χωρικό υπάρχει μια ποιοτική διαφορά, που προέρχεται από την ύπαρξη σ’ εμένα της αφηρημένης σκέψης και της ανιδιοτελούς συγκίνησης. Ενώ ανάμεσα σ’ αυτόν και τη γάτα δεν υπάρχει, στο πνεύμα, παρά μια διαφορά στη διαβάθμιση.
Ο ανώτερος άνθρωπος διαφέρει από τον κατώτερο άνθρωπο, και από τα αδέρφια του τα ζώα, χάρη στην ιδιότητα της ειρωνείας. Η ειρωνεία είναι η πρώτη ένδειξη ότι η συνείδηση απέκτησε συνείδηση του εαυτού της. Η ειρωνεία περνάει από δυο στάδια:το στάδιο που όρισε ο Σωκράτης λέγοντας «έν οίδα, ότι ουδέν οίδα» και το στάδιο που όρισε ο Σάνσες όταν λέει: «δεν ξέρω καν αν ξέρω τίποτα». Το πρώτο στάδιο φτάνει σ’ εκείνο το σημείο όπου αμφιβάλλουμε για μας με δογματικό τρόπο, και κάθε ανώτερος άνθρωπος φτάνει σ’ αυτό το στάδιο. Το δεύτερο στάδιο φτάνει σ’ εκείνο το σημείο όπου αμφιβάλλουμε για μας και την αμφιβολία μας, και λίγοι άνθρωποι το αγγίζουν στη σύντομη, ήδη μεγάλη, διάρκεια του χρόνου κατά την οποία, ως ανθρωπότητα, είδαμε τον ήλιο και τη νύχτα πάνω στη μεταβαλλόμενη επιφάνεια της γης.
Γνωρίζω τον εαυτό μου σημαίνει σφάλλω, και ο χρησμός που λέει «Γνώθι σαυτόν» προτείνει έναν άθλο μεγαλύτερο από αυτούς του Ηρακλή κι ένα αίνιγμα σκοτεινότερο από αυτό της Σφίγγας. Να μη γνωρίζεις τον εαυτό σου συνειδητά, ιδού η οδός. Και να μη γνωρίζεις τον εαυτό σου συνειδητά, αυτή είναι η ενεργητική λειτουργιά της ειρωνείας. Δεν γνωρίζω σημαντικότερο, ούτε χαρακτηριστικότερο στοιχείο του ανθρώπου που είναι πράγματι μεγάλος από την υπομονετική και εκφραστική ανάλυση των τρόπων προκειμένου να μη γνωρίζουμε τον εαυτό μας, τη συνειδητή καταγραφή της ασυνειδησίας των συνειδήσεών μας, τη μεταφυσική των αυτόνομων ίσκιων, την ποίηση του λυκόφωτος της διάψευσης.
Αλλά πάντα υπάρχει κάτι που μας πλανεύει, πάντα κάποια ανάλυσή μας χάνει την οξυδέρκειά της, πάντα η αλήθεια, ακόμα και ψευδής, βρίσκεται πέρα μακριά στο βάθος. Κι αυτό είναι που μας κουράζει περισσότερο κι από την ίδια τη ζωή,αν η ζωή μάς κουράζει, περισσότερο από τη γνώση και το στοχασμό γύρω από τη ζωή,που πάντα κουράζουν.
Σηκώνομαι από την καρέκλα απ’ όπου, ακουμπισμένος αφηρημένα στο τραπέζι,περνούσα την ώρα μου αφηγούμενος στον εαυτό μου αυτές της ασύνδετες εντυπώσεις.Σηκώνομαι, σηκώνω το σώμα μου μέσα στο ίδιο μου το σώμα και πηγαίνω ως το παράθυρο,ψηλά πάνω από τις στέγες, απ’ όπου μπορώ να δω την πόλη που ετοιμάζεται να κοιμηθεί ενώ πέφτει αργά η σιωπή. Το φεγγάρι, μεγάλο και κατάλευκο, φωτίζει θλιβερά τις ανισόπεδες εκτάσεις των στεγών. Το φως του μοιάζει να φωτίζει παγωμένα όλο το μυστήριο του κόσμου. Μοιάζει να φανερώνει τα πάντα, κι όλα είναι σκιές ανακατεμένες με φως κακό, ψεύτικα διαστήματα, ανισόπεδα παράλογα, ασυναρτησίες του ορατού. Δεν φυσάει αύρα καμιά, και το μυστήριο μοιάζει να είναι μεγαλύτερο. Έχω ναυτία στην αφηρημένη σκέψη μου. Ποτέ δεν θα γράψω μια σελίδα που να με φανερώνει ή να φανερώνει κάτι. Ένα σύννεφο πολύ ελαφρύ αιωρείται ακαθόριστο πάνω απ’ το φεγγάρι, σαν μια κρυψώνα. Αγνοώ όπως αυτές οι στέγες. Απέτυχα όπως ολόκληρη η φύση.
Το βιβλίο της ανησυχίας. Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάντο Πεσσόα)