ανθρωπιά (η) [μεσν] {χωρ. πληθ.} η ευγένεια της συμπεριφοράς που πηγάζει από αισθήματα αλληλεγγύης και συμπόνιας προς τον συνάνθρωπο.
ανθρωποποίηση (η) {κ. ανθρωποποιήσ-εως χωρ. πληθ.} 1. ΑΝΘΡΩΠΟΛ. Η εξελικτική διαδικασία με την οποία θεωρείται ότι οι πρόγονοι του ανθρώπου απέκτησαν τα χαρακτηριστικά που τους διέκριναν από τα υπόλοιπα πρωτεύοντα (λ.χ. η απόκτηση της όρθιας στάσης, η τελειοποίηση του χεριού κ.ά.) 2. (καταχρ.) η καλλιέργεια των ανθρώπινων ιδιοτήτων, η ανάπτυξη στον άνθρωπο όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που του αρμόζουν (λ.χ. αξιοπρέπεια, ανθρωπιά, ελευθερία), η διαμόρφωση καλών και ηθικών χαρακτήρων.
άνθρωπος (ο) {ανθρώπ-ου/ -ων, -ους} 1. (α) το έμβιο ον που ανήκει στα πρωτεύοντα θηλαστικά και διαφέρει από τα υπόλοιπα όντα της τάξης του λόγω της ικανότητάς του να παράγει έναρθρο λόγο και αφηρημένες σκέψεις, έχει συνείδηση της δύναμης και της αυτοτέλειάς του και τη δυνατότητα ηθικών κρίσεων (ορθού- εσφαλμένου) (β) καθένας από τους προγόνους του σημερινού ανθρώπου, που αντιπροσωπεύει ένα στάδιο στη μορφολογική και πολιτισμική του εξέλιξη: ο έμφρων ή ο σοφός- (homo sapiens, η σύγχρονη μορφή του είδους)// ο όρθιος- (homo erectus)// ο κατασκευαστής- (homo faber, ικανός να κατασκευάζει εργαλεία)// ο επιδέξιος ή ικανός- (homo habilis, διαβιοί, ομαδικά, χρησιμοποιεί τη φωτιά, κατασκευάζει εργαλεία).
[ΕΤΥΜ. «ο έχων ανδρική όψη, αυτός που μοιάζει με άνδρα», όπου άνδρας σημαίνει γενικότερα τον άνθρωπο. Ας σημειωθεί ότι αρχικώς η λ. χρησιμοποιήθηκε κυρίως με μειωτική κάπως σημ., για να δηλώσει την τάξη των θνητών ανθρώπων εν αντιθέσει με εκείνη των θεών!].
ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ.
ανθρωποποίηση (η) {κ. ανθρωποποιήσ-εως χωρ. πληθ.} 1. ΑΝΘΡΩΠΟΛ. Η εξελικτική διαδικασία με την οποία θεωρείται ότι οι πρόγονοι του ανθρώπου απέκτησαν τα χαρακτηριστικά που τους διέκριναν από τα υπόλοιπα πρωτεύοντα (λ.χ. η απόκτηση της όρθιας στάσης, η τελειοποίηση του χεριού κ.ά.) 2. (καταχρ.) η καλλιέργεια των ανθρώπινων ιδιοτήτων, η ανάπτυξη στον άνθρωπο όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που του αρμόζουν (λ.χ. αξιοπρέπεια, ανθρωπιά, ελευθερία), η διαμόρφωση καλών και ηθικών χαρακτήρων.
άνθρωπος (ο) {ανθρώπ-ου/ -ων, -ους} 1. (α) το έμβιο ον που ανήκει στα πρωτεύοντα θηλαστικά και διαφέρει από τα υπόλοιπα όντα της τάξης του λόγω της ικανότητάς του να παράγει έναρθρο λόγο και αφηρημένες σκέψεις, έχει συνείδηση της δύναμης και της αυτοτέλειάς του και τη δυνατότητα ηθικών κρίσεων (ορθού- εσφαλμένου) (β) καθένας από τους προγόνους του σημερινού ανθρώπου, που αντιπροσωπεύει ένα στάδιο στη μορφολογική και πολιτισμική του εξέλιξη: ο έμφρων ή ο σοφός- (homo sapiens, η σύγχρονη μορφή του είδους)// ο όρθιος- (homo erectus)// ο κατασκευαστής- (homo faber, ικανός να κατασκευάζει εργαλεία)// ο επιδέξιος ή ικανός- (homo habilis, διαβιοί, ομαδικά, χρησιμοποιεί τη φωτιά, κατασκευάζει εργαλεία).
[ΕΤΥΜ. «ο έχων ανδρική όψη, αυτός που μοιάζει με άνδρα», όπου άνδρας σημαίνει γενικότερα τον άνθρωπο. Ας σημειωθεί ότι αρχικώς η λ. χρησιμοποιήθηκε κυρίως με μειωτική κάπως σημ., για να δηλώσει την τάξη των θνητών ανθρώπων εν αντιθέσει με εκείνη των θεών!].
ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ.