Τα παράσιτα ταξιδεύουν.
Ιδού πως έγιναν τα πράγματα:
«Μια οβίδα έσκασε στο κεφάλι μου κι έχασα τις αισθήσεις μου, όταν ένιωσα να με σηκώνουν στα χέρια.
Σκέφτηκα: “Άσχημα τα πράγματα”, αλλά μου ήταν αδύνατο να κάνω το παραμικρό. Όταν συνήλθα, βρισκόμουνα μαζί με τα πουλιά, τουλάχιστον 15 μέτρα πάνω απ’ τη γη. Όμως, με ξέρεις, ποτέ δε μ’ άρεσε να βρίσκομαι μετέωρος. Το μόνο που ευχόμουνα, εκείνη την ώρα, ήταν να ξαναβρεθώ στο έδαφος. Είπα μέσα μου: “Δεν είναι δα, και τίποτε δύσκολο! Θα τσουλήσω κάτω γλιστρώντας απ’ τα κλαδιά των δέντρων”. Άλλο, όμως, να το λες κι άλλο να το κάνεις. Σαν είπα να το προσπαθήσω, διαπίστωσα πως τα κλαδιά κι εγώ, είμασταν ένα. Δεν είναι και λίγο να νιώσεις πως εντελώς ξαφνικά είσαι το φύλλωμα ενός δέντρου και πως, μάλιστα, τίποτε δε σου λέει πως αυτό θα’ ναι κάτι προσωρινό. Προσπάθησα γι’ άλλη μια φορά να ξεκολλήσω. Αδύνατο….
Ιδού πως έγιναν τα πράγματα:
«Μια οβίδα έσκασε στο κεφάλι μου κι έχασα τις αισθήσεις μου, όταν ένιωσα να με σηκώνουν στα χέρια.
Σκέφτηκα: “Άσχημα τα πράγματα”, αλλά μου ήταν αδύνατο να κάνω το παραμικρό. Όταν συνήλθα, βρισκόμουνα μαζί με τα πουλιά, τουλάχιστον 15 μέτρα πάνω απ’ τη γη. Όμως, με ξέρεις, ποτέ δε μ’ άρεσε να βρίσκομαι μετέωρος. Το μόνο που ευχόμουνα, εκείνη την ώρα, ήταν να ξαναβρεθώ στο έδαφος. Είπα μέσα μου: “Δεν είναι δα, και τίποτε δύσκολο! Θα τσουλήσω κάτω γλιστρώντας απ’ τα κλαδιά των δέντρων”. Άλλο, όμως, να το λες κι άλλο να το κάνεις. Σαν είπα να το προσπαθήσω, διαπίστωσα πως τα κλαδιά κι εγώ, είμασταν ένα. Δεν είναι και λίγο να νιώσεις πως εντελώς ξαφνικά είσαι το φύλλωμα ενός δέντρου και πως, μάλιστα, τίποτε δε σου λέει πως αυτό θα’ ναι κάτι προσωρινό. Προσπάθησα γι’ άλλη μια φορά να ξεκολλήσω. Αδύνατο….
…Ήμουνα δέντρο και μόνο δέντρο. Ένιωσα την καρδιά μου να κτυπάει τρελά κάτω απ’ το στήθος μου. Για μια στιγμή πίστεψα πως αυτό ήτανε, τέλειωνα, μα λάθος! Ένα στόμα ακούμπησε στο μέτωπό μου, κατρακύλησε στη μύτη μου κι από κει στο στήθος μου, κατέβηκε ως την κοιλιά μου κι έβαλε φωτιά σ’ ένα κλωναράκι.
Άρχισα να ξεφωνίζω σα σειρήνα, αλλά δεν είχα καταλάβει πως, με το κάψιμο του κλωναριού μου, δεν ήμουνα πια κολλημένος στο δέντρο. Μ’ ένα πήδημα, γλίστρησα κι έπεσα πάνω σε μια γάτα που, αντί να λιώσει στο βάρος μου, βυθίστηκε στο στήθος μου. Διόλου ευχάριστο αυτό, μα την αλήθεια ! Θύμωσα, μάλιστα, κι εγώ δε ήξερα με τι τρόπο να την κάνω να πάρει δρόμο.
Σε μια στιγμή μου’ ρθε μια ιδέα-τι ηλίθιος που ήμουνα να μην το σκεφτώ νωρίτερα! Βάλθηκα αμέσως να τα κάνω κι αφού βγήκαν αρκετά και μεγάλα, έκανε την εμφάνισή του απ’ τον πισινό μου το κεφάλι της γάτας. Μάλιστα δε, τραγουδούσε, τραγουδούσε συνέχεια, κι εγώ αισθανόμουνα χειρότερα κι απ’ τη στενότερη υδρορροή.
Την τράβηξα απ’ το κεφάλι και μετά από προσπάθεια δέκα λεπτών, κατόρθωσα ν’ απαλλαγώ. Ελεύθερη πια, βιάστηκε να εξαφανιστεί.
Όσο για μένα, ήμουνα σα μεθυσμένος, αν και, μάρτυς μου ο θεός δε είχα πιει γουλιά εδώ και δυο μέρες. Τα πόδια μου τρέμανε, άφαγος καθώς ήμουνα. Δεν πρόφτασα να κάνω δέκα μέτρα και σωριάστηκα χάμω. Σε λίγο μ’ είχε πάρει ο ύπνος. Ξύπνησα από κάτι σταγόνες βροχής στο κεφάλι μου.
-Θεέ μου, η βροχή μας έλειπε τώρα! Δεν πρόλαβα να τελειώσω: την ίδια στιγμή ξαναφάνηκε ο ήλιος. Ήταν μάλλον μεσημέρι και καλοκαιριάτικα ο ήλιος θα’ πρεπε κανονικά να βρίσκεται ακριβώς από πάνω μου. Βρισκόταν όμως αριστερά μου κι ερχόταν καταπάνω μου με τρομακτική ταχύτητα. Πέντε έξι λεπτά αργότερα είχε σταθεί ανάμεσα στο πόδια μου. Το πέος μου ήταν ήδη έτοιμο για δράση!...
-Αχ, φίλε μου, τι γλύκα είν’ αυτή! Κάτι σαν καινούριος χορός. Όλα χορεύανε μέσα μου. Ποτέ μου δεν το’ χα φανταστεί! Τώρα στ’ ορκίζομαι, γυναίκες τέλος! Δεν ξέρεις εσύ! Δεν ξέρεις!
Μετά απ’ αυτό, ο ήλιος εξαφανίστηκε πίσω από ένα δέντρο.
Ένιωθα πως χόρευα, πως χόρευα μόνος μου για ώρες. Πέταξα προς τον ήλιο, που στο μεταξύ είχε γυρίσει στη θέση του ψηλά στον ουρανό, αλλά σε λίγα λεπτά κατάλαβα πως δε μπορούσα να τον φθάσω, ξανάπεφτα στη γη και χωνόμουνα μέσα της ολόκληρος, κι όλο εκείνη έκαιγε και με ζέσταινε. Όλο και πιο πολύ.
Τέλος, ξαναγύρισα στην επιφάνεια, αλλά κατάλαβα πως είχα γίνει κύκνος μέσα σε μια λιμνούλα με νούφαρα, με τα φτερά μου ελεύθερα στον άνεμο.
Εκεί δίπλα βρισκόταν ένας στρατηγός ντυμένος με τη μεγάλη του στολή. Έκανε ένα νεύμα με το χέρι και μου φώναξε:
-Ε, Λόεγκριν! Στη γραμμή γρήγορα!»
Θάνατος στου μπάτσους και στο πεδίο της τιμής,
ανέκδοτο μυθιστόρημα.
ΜΠΕΝΖΑΜΕΝ ΠΕΡΕ. Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης.
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ. ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ.
Άρχισα να ξεφωνίζω σα σειρήνα, αλλά δεν είχα καταλάβει πως, με το κάψιμο του κλωναριού μου, δεν ήμουνα πια κολλημένος στο δέντρο. Μ’ ένα πήδημα, γλίστρησα κι έπεσα πάνω σε μια γάτα που, αντί να λιώσει στο βάρος μου, βυθίστηκε στο στήθος μου. Διόλου ευχάριστο αυτό, μα την αλήθεια ! Θύμωσα, μάλιστα, κι εγώ δε ήξερα με τι τρόπο να την κάνω να πάρει δρόμο.
Σε μια στιγμή μου’ ρθε μια ιδέα-τι ηλίθιος που ήμουνα να μην το σκεφτώ νωρίτερα! Βάλθηκα αμέσως να τα κάνω κι αφού βγήκαν αρκετά και μεγάλα, έκανε την εμφάνισή του απ’ τον πισινό μου το κεφάλι της γάτας. Μάλιστα δε, τραγουδούσε, τραγουδούσε συνέχεια, κι εγώ αισθανόμουνα χειρότερα κι απ’ τη στενότερη υδρορροή.
Την τράβηξα απ’ το κεφάλι και μετά από προσπάθεια δέκα λεπτών, κατόρθωσα ν’ απαλλαγώ. Ελεύθερη πια, βιάστηκε να εξαφανιστεί.
Όσο για μένα, ήμουνα σα μεθυσμένος, αν και, μάρτυς μου ο θεός δε είχα πιει γουλιά εδώ και δυο μέρες. Τα πόδια μου τρέμανε, άφαγος καθώς ήμουνα. Δεν πρόφτασα να κάνω δέκα μέτρα και σωριάστηκα χάμω. Σε λίγο μ’ είχε πάρει ο ύπνος. Ξύπνησα από κάτι σταγόνες βροχής στο κεφάλι μου.
-Θεέ μου, η βροχή μας έλειπε τώρα! Δεν πρόλαβα να τελειώσω: την ίδια στιγμή ξαναφάνηκε ο ήλιος. Ήταν μάλλον μεσημέρι και καλοκαιριάτικα ο ήλιος θα’ πρεπε κανονικά να βρίσκεται ακριβώς από πάνω μου. Βρισκόταν όμως αριστερά μου κι ερχόταν καταπάνω μου με τρομακτική ταχύτητα. Πέντε έξι λεπτά αργότερα είχε σταθεί ανάμεσα στο πόδια μου. Το πέος μου ήταν ήδη έτοιμο για δράση!...
-Αχ, φίλε μου, τι γλύκα είν’ αυτή! Κάτι σαν καινούριος χορός. Όλα χορεύανε μέσα μου. Ποτέ μου δεν το’ χα φανταστεί! Τώρα στ’ ορκίζομαι, γυναίκες τέλος! Δεν ξέρεις εσύ! Δεν ξέρεις!
Μετά απ’ αυτό, ο ήλιος εξαφανίστηκε πίσω από ένα δέντρο.
Ένιωθα πως χόρευα, πως χόρευα μόνος μου για ώρες. Πέταξα προς τον ήλιο, που στο μεταξύ είχε γυρίσει στη θέση του ψηλά στον ουρανό, αλλά σε λίγα λεπτά κατάλαβα πως δε μπορούσα να τον φθάσω, ξανάπεφτα στη γη και χωνόμουνα μέσα της ολόκληρος, κι όλο εκείνη έκαιγε και με ζέσταινε. Όλο και πιο πολύ.
Τέλος, ξαναγύρισα στην επιφάνεια, αλλά κατάλαβα πως είχα γίνει κύκνος μέσα σε μια λιμνούλα με νούφαρα, με τα φτερά μου ελεύθερα στον άνεμο.
Εκεί δίπλα βρισκόταν ένας στρατηγός ντυμένος με τη μεγάλη του στολή. Έκανε ένα νεύμα με το χέρι και μου φώναξε:
-Ε, Λόεγκριν! Στη γραμμή γρήγορα!»
Θάνατος στου μπάτσους και στο πεδίο της τιμής,
ανέκδοτο μυθιστόρημα.
ΜΠΕΝΖΑΜΕΝ ΠΕΡΕ. Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης.
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ. ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ.