Με μεγάλα θυμωμένα βήματα, με τον γιακά του σακακιού μου σηκωμένο, με τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές μέσα στις τσέπες του παντελονιού μου, προχωρούσα, βρίζοντας την κακή μου τύχη, σε ολόκληρη την διαδρομή. Ούτε μια ώρα δίχως πρόβλημα, εδώ και επτά-οκτώ μήνες, ούτε η απαραίτητη τροφή για μια εβδομάδα, πριν η μιζέρια με γονατίσει ξανά. Κι επιπλέον, παρ’ όλη αυτή την εξαθλίωσή μου, είχα παραμείνει τίμιος, απόλυτα τίμιος. Ο θεός να με συγχωρεί, όμως τι ηλίθιος που ήμουν! Γέλασα σαρκαστικά, για εκείνη την ευαίσθητη τιμιότητά μου, έφτυσα καταγής περιφρονητικά, και δεν εύρισκα λόγια για να κοροϊδέψω τη βλακεία μου. Α, αν αυτό γινόταν τώρα! Αν αυτήν εδώ τη στιγμή βρω στο δρόμο τον κουμπαρά ενός μαθητή, το μοναδικό όρε μιας φτωχής χήρας, θα τα μαζέψω και θα τα χώσω στην τσέπη μου αδίστακτα, και θα κοιμηθώ πάνω τους ξένοιαστος, όλη τη νύχτα. Δεν είχα περάσει αλώβητος από τόσες απίστευτες δυσκολίες, η υπομονή μου είχε εξαντληθεί, ήμουν έτοιμος για όλα.
Η ΠΕΙΝΑ. ΚΝΟΥΤ ΧΑΜΣΟΥΝ.