Κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί στον άνεμο, πουνέντες το φεγγάρι,
με τον άνθρωπο θα σμίξουν· όταν γλειφτούν τα κόκαλα
και τα γλειμμένα κόκαλα σκορπίσουν,
θα’ χουν αστέρια στους αγκώνες και στα πόδια·
αν και τρελοί, θα συνεφέρουν,
αν και πνιγμένοι στα βαθιά, θ’ αναδυθούν·
αν εραστές χαμένοι αυτοί, δε θα χαθεί η αγάπη·
κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
Κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
Κάτω απ’ τις δίνες του νερού, χρόνια χαμένοι,
θάνατο ανεμοσκόρπισμα δε θα’ χουν·
σε μέγγενη πιασμένοι, με τους τένοντες σπασμένους,
παιδεμένοι σε τροχό δε θα τσακίσουν·
στα χέρια τους η πίστη θα κοπεί κομμάτια δυο
και μονόκερα στοιχειά θα τους σουβλίσουν·
κουρελιασμένοι ολόκληροι δε θα λυγίσουν·
κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
Κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
Ας πάψουν πια να σκούζουν γλάροι μες στ’ αυτιά τους,
και στις ακτές τα κύματα να σκάζουν με μανία·
λουλούδι που ξεμύτισε, μην ξεμυτίσει πια,
μπροστά στον κνούτο της βροχής κεφάλι μη σηκώσει·
αν και τρελοί, αν και νεκροί σαν άψυχα καρφιά,
οι κορυφαίοι σφυροκοπούν τις μαργαρίτες·
χτυπούν τον ήλιο ακούραστα, ώσπου ν’ ανοίξει ο ήλιος,
κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕ ΘΑ’ ΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ. ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ.
Γυμνοί οι νεκροί στον άνεμο, πουνέντες το φεγγάρι,
με τον άνθρωπο θα σμίξουν· όταν γλειφτούν τα κόκαλα
και τα γλειμμένα κόκαλα σκορπίσουν,
θα’ χουν αστέρια στους αγκώνες και στα πόδια·
αν και τρελοί, θα συνεφέρουν,
αν και πνιγμένοι στα βαθιά, θ’ αναδυθούν·
αν εραστές χαμένοι αυτοί, δε θα χαθεί η αγάπη·
κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
Κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
Κάτω απ’ τις δίνες του νερού, χρόνια χαμένοι,
θάνατο ανεμοσκόρπισμα δε θα’ χουν·
σε μέγγενη πιασμένοι, με τους τένοντες σπασμένους,
παιδεμένοι σε τροχό δε θα τσακίσουν·
στα χέρια τους η πίστη θα κοπεί κομμάτια δυο
και μονόκερα στοιχειά θα τους σουβλίσουν·
κουρελιασμένοι ολόκληροι δε θα λυγίσουν·
κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
Κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
Ας πάψουν πια να σκούζουν γλάροι μες στ’ αυτιά τους,
και στις ακτές τα κύματα να σκάζουν με μανία·
λουλούδι που ξεμύτισε, μην ξεμυτίσει πια,
μπροστά στον κνούτο της βροχής κεφάλι μη σηκώσει·
αν και τρελοί, αν και νεκροί σαν άψυχα καρφιά,
οι κορυφαίοι σφυροκοπούν τις μαργαρίτες·
χτυπούν τον ήλιο ακούραστα, ώσπου ν’ ανοίξει ο ήλιος,
κι ο θάνατος δε θα’ χει εξουσία.
ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕ ΘΑ’ ΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ. ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ.